- προσωποκρατώ
- -έω, Νενεργώ προσωποκράτηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + κρατώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό Πανδώρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσωποκρατώ — προσωποκράτησα, προσωποκρατήθηκα, περιορίζω κάποιον με προσωπική κράτηση, με φυλάκιση: Προσωποκρατείται για χρέη προς την τράπεζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσωποκράτηση — η, Ν η προσωρινή στέρηση τής προσωπικής ελευθερίας ενός ατόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσωποκρατώ. Η λ., στον λόγιο τ. προσωποκράτησις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
προσωποκρατία — η, Ν επικράτηση τών προσώπων και όχι τών αξιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσωποκρατώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Αστυ] … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek